- Δεινόλοχος
- Δεινόλοχοςmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Δεινόλοχος — (5ος αι. π.Χ.). Συρακούσιος κωμικός ποιητής. Ήταν γιος ή μαθητής του κωμικού Επιχάρμου. Έγραψε 14 δράματα σε δωρική διάλεκτο· είναι γνωστοί οι τίτλοι Αμαζόνες, Τήλεφος, Αλθαία και Μήδεια … Dictionary of Greek
Δεινολόχω — Δεινόλοχος masc nom/voc/acc dual Δεινόλοχος masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δεινολόχου — Δεινόλοχος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δεινολόχῳ — Δεινόλοχος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)